ξεκουτιάρης

ξεκουτιάρης
ο , ξεκουτιάρα η
1) человек, ставший глупым, идиотом; 2) выживший из ума старик; выжившая из ума старуха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεκουτιάρης" в других словарях:

  • ξεκουτιάρης — α, ικο αποβλακωμένος, ξεμωραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκούτης + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουτιάρης, -α, -ικο — ξεκουτιασμένος, ανόητος, μωρός, ξεμωραμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • γεγές — ο 1. (για γέρο) ο ξεκουτιάρης 2. ο ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη] …   Dictionary of Greek

  • μωρολωλός — μωρολωλός, ή, όν (Μ) κάπως ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λωλός] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουτιάρικος — η, ο [ξεκουτιάρης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον ξεκουτιάρη …   Dictionary of Greek

  • ξεκούτης — ο ανόητος, μωρός, ξεκουτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. τού ξεκουτιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • τυφογέρων — οντος, ὁ, Α ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέρος («τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων] …   Dictionary of Greek

  • κρονόληρος — ο ξεκουτιάρης γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκούτης — ο βλ. ξεκουτιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»